μαντωος

μαντωος
    μαντῷος
    3
    Plut., Anth. = μαντεῖος См. μαντειος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μαντωος" в других словарях:

  • μαντώος — μαντῷος, ῴα, ον (AM) μαντείος, μαντικός, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. ῷος, πιθ. κατά τό ἡρῷος] …   Dictionary of Greek

  • μαντῷος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντῷον — μαντῷος masc acc sg μαντῷος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαντῴης — μαντῴ̱ης , μαντῷος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντῴοις — μαντῴ̱οις , μαντῷος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντῴου — μαντῴ̱ου , μαντῷος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»